- περιεργασία
- ἡ, ΜΑ [περιεργάζομαι]1. μάταιη, ανώφελη περιέργεια2. απασχόληση με ανώφελα και ασήμαντα πράγματαμσν.1. ενασχόληση με τη μαγεία2. μέριμνα, θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιεργασίας — περιεργασίᾱς , περιεργασία fem acc pl περιεργασίᾱς , περιεργασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεργασίαι — περιεργασίᾱͅ , περιεργασία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεργασίαις — περιεργασία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)